διμναίος — διμναῑος, α, ον και δίμνεως, ων και δίμνως, ων (Α) αυτός που αξίζει δύο μνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μναίος < μνα (πρβλ. δεκαμναίος) Ο τ. δίμνεως είναι ιωνικός < δι * + ιων. πληθ. μνέαι] … Dictionary of Greek
διμναῖον — διμναῖος worth masc acc sg διμναῖος worth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμναῖα — διμναῖος worth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμναῖοι — διμναῖος worth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμνεως — δίμνεω̆ς , διμναῖος worth adverbial δίμνεω̆ς , διμναῖος worth masc/fem nom pl δίμνεω̆ς , διμναῖος worth masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμνεως — –ων βλ. διμναίος … Dictionary of Greek
διμναίοις — διμναί̱οις , διμναῖος worth masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμναίους — διμναί̱ους , διμναῖος worth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)